Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για το κακό που κάνει η ζάχαρη στον οργανισμό μας. Μάλιστα αναφέρεται ως ένα από τα τρία «λευκά δηλητήρια» που τρώμε. Οι βιομηχανίες τροφίμων αντικαθιστούν τη ζάχαρη με γλυκαντικές ουσίες οι οποίες χαρακτηρίζονται και ως «ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες» όπως η ασπαρτάμη, η ακεσουλφάμη Κ, η σακχαρίνη, η σουκραλόζη, η στέβια και άλλα.
Γλυκαντικές που μάλλον δύσκολα θα τα βρούμε να είναι εύκαιρα στο ντουλάπι του σπιτιού μας αλλά ίσως δεν είναι και η καλύτερη επιλογή. Το φυσικό γλυκαντικό που σχεδόν πάντοτε είναι διαθέσιμο στο ντουλάπι μας είναι το μέλι. Είναι η πιο εύκολη…
__________ ♨️♨️ ♨️♨️ _________
Δες το λογαριασμό μου στο Twitter ή και στο Threads
Ακολούθησε με στο Instagram στο Facebook γτ όχι και στο Pinterest για ν’ ανταλλάξουμε ιδέες έμπνευση και αν θέλεις & συνταγές !
Θα χαρώ να κάνεις ΕΓΓΡΑΦΗ στο κανάλι μου στο Youtube
Σαρώστε τον κωδικό QR για να με βρείτε στο instagram

__________ ♨️♨️ ♨️♨️ _________
λύση για εμάς τις νοικοκυρές ώστε να αντικαταστήσουμε στις παρασκευές μας τη ζάχαρη εάν το επιθυμούμε.
Το ερώτημα όμως είναι, εάν όντως υπάρχει σοβαρός λόγος να αντικαταστήσουμε τη ζάχαρη, εάν πράγματι το μέλι υπερτερεί αυτής ή μήπως τελικά δεν πρέπει να καταναλώνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο!
Η ζάχαρη όπως και το μέλι αποτελούνται από δύο απλούς υδατάνθρακες, (απλά σάκχαρα) τη γλυκόζη και τη φρουκτόζη. (Η φρουκτόζη μεταβολίζεται στο ήπαρ σε γλυκόζη ή πιο συχνά σε κάποιο προϊόν του μεταβολισμού της γλυκόζης και συντελεί στο σχηματισμό του γλυκογόνου.) Η γλυκόζη είτε χρησιμοποιείται άμεσα από τα κύτταρα είτε αποθηκεύεται με τη μορφή γλυκογόνου στο ήπαρ και στους μύες. Αποτελεί τη βασική πηγή ενέργειας του ανθρώπινου οργανισμού και είναι αποκλειστική πηγή ενέργειας για τον εγκέφαλο. Ένας μέσος άνθρωπος χρειάζεται περίπου 130g γλυκόζης για την κάλυψη των αναγκών του εγκεφάλου του.
Συνεπώς η κατανάλωση μελιού ή ζάχαρης είναι απαραίτητη για τον οργανισμό μας ή μήπως όχι;;
Η γλυκόζη βρίσκεται, εκτός από το μέλι και τη ζάχαρη, σε φρούτα, σε αμυλούχα τρόφιμα (ψωμί, ρύζι, πατάτα και ζυμαρικά), σε τρόφιμα που είναι σύνθετοι υδατάνθρακες και πολλά ακόμη.
Για να καλύψουμε λοιπόν τις ανάγκες του οργανισμού μας σε γλυκόζη δεν είναι απαραίτητο να την προσλάβουμε από τροφές όπως η ζάχαρη ή το μέλι που είναι απλοί υδατάνθρακες. Είναι προτιμότερο να προμηθεύσουμε τον οργανισμό μας με ενέργεια (γλυκόζη, φρουκτόζη) που θα λάβουμε από σύνθετους υδατάνθρακες διότι:
Οι απλοί υδατάνθρακες που θα προσλάβουμε από τη ζάχαρη ή το μέλι απορροφώνται πολύ γρήγορα από τον οργανισμό με αποτέλεσμα την ξαφνική αύξηση της γλυκόζης στο αίμα η οποία οδηγεί στην επιπλέον παραγωγή ινσουλίνης προκειμένου να επαναφέρει την γλυκόζη στα φυσιολογικά επίπεδα. Η διαδικασία αυτή επιφέρει άμεση ενέργεια στο σώμα, η οποία όμως εξαντλείται γρήγορα και οδηγεί συντομότερα στο αίσθημα της πείνας και στην ανάγκη κατανάλωσης τροφής.
Ενώ τροφές που αποτελούνται από σύνθετους υδατάνθρακες, όπως είναι τα φρούτα, τα λαχανικά και τα όσπρια, μας προσφέρουν πολύτιμες φυτικές ίνες εκτός από τα φυσικά σάκχαρα και το άμυλο. Επειδή οι φυτικές ίνες μεταβολίζονται με πιο αργό ρυθμό βοηθούν στο να απορροφηθούν σταδιακά και με πιο αργό ρυθμό και τα φυσικά σάκχαρα στο σώμα μας. Συμβάλλουν δηλαδή σε μία πιο ισορροπημένη διαχείριση της γλυκόζης στο αίμα, βοηθούν στην καλύτερη ρύθμιση της ινσουλίνης και γι’ αυτό οι σύνθετοι υδατάνθρακες είναι κατάλληλοι για ανθρώπους που υποφέρουν από διαβήτη τύπου 2.
Με την κατανάλωση σύνθετων υδατανθράκων χορταίνουμε πιο εύκολα, γίνεται σταδιακή απελευθέρωση ενέργειας στον οργανισμό μας και δεν έχουμε διαρκώς το αίσθημα της πείνας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω είναι προτιμότερο να προμηθεύουμε τον οργανισμό μας με την απαραίτητη ενέργεια και τη γλυκιά γεύση που επιθυμούμε με τροφές όπως είναι τα φρούτα. Έτσι θα αποφύγουμε να καταναλώσουμε γλυκά που είναι πλούσια σε θερμίδες και κορεσμένα «κακά» λιπαρά, ενώ παράλληλα θα προσλάβουμε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά όπως βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Οι διαιτολόγοι συμβουλεύουν να καταναλώνουμε μια μερίδα φρούτου μαζί με μερικά αμύγδαλα τα οποία περιέχουν πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες για ακόμη καλύτερη ρύθμιση της ινσουλίνης.
Σύκο
Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι τα γλυκά είναι στη διατροφή μας.
Έρευνες δείχνουν ότι η προτίμησή μας στη γλυκιά γεύση μας συνοδεύει από τη γέννησή μας, και πιθανότατα αναπτύσσεται για να μας ελκύσει προς το μητρικό γάλα. Ίσως λοιπόν είναι η έμφυτη ανάγκη μας που μας κάνει να λαχταράμε τα γλυκά. Όμως κάποιοι υπερβάλουν και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς ένα γλυκάκι την ημέρα. Είναι ο εθισμός που προκαλείται από την υπέρμετρη κατανάλωση γλυκών. Από την άλλη, τα γλυκά είναι πανταχού παρόν σε κάθε κοινωνική εκδήλωση. Είναι στην κουλτούρα μας να προσφέρουμε γλυκό ακόμη και στις πιο απλές φιλικές επισκέψεις ή ακόμη να καταναλώνουμε ένα γλυκάκι μετά από κάθε γεύμα στο σπίτι ή στο εστιατόριο.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να έχουμε χάσει το μέτρο και να προσλαμβάνουμε επιπλέον ενέργεια η οποία αποθηκεύεται στον οργανισμό μας ως λίπος.
Στην περίπτωση όμως που τρώμε με μέτρο μπορούμε να καταναλώνουμε άφοβα τροφές που περιέχουν ζάχαρη?
Οι διαιτολόγοι λένε ότι η επιτραπέζια ζάχαρη («σουκρόζη» που είναι η πιο επιστημονική της ονομασία) είναι τρόφιμο «κενών» θερμίδων. Ότι δηλαδή είναι τρόφιμο που πέραν της ενέργειας και της ωραίας, γλυκιάς γεύσης που προσφέρει δεν έχει κάποια άλλη θρεπτική αξία. Αν θέλουμε λοιπόν να έχουμε μια πιο υγιεινή διατροφή ίσως θα ήταν καλύτερα να καταναλώνουμε κάποια άλλη γλυκαντική ουσία που θα έχει περισσότερα διατροφικά πλεονεκτήματα για τον οργανισμό μας.
Το μέλι είναι μια καλή εναλλακτική αλλά με προϋποθέσεις
Επιλέγουμε μέλι βιολογικό, ακατέργαστο και μη παστεριωμένο. Ως φυσικό προϊόν υπερτερεί της ζάχαρης, η οποία παράγεται με τη βοήθεια της βιομηχανίας και είναι πιθανόν να περιέχει πρόσθετα και συντηρητικά. Το μέλι δεν χαλάει και είναι φυσικό συντηρητικό άλλων τροφών.
Το μέλι έχει πολλά θρεπτικά συστατικά, τα οποία συνέλεξαν οι μέλισσες από τα άνθη, ανάλογα με την περιοχή και την εποχή του τρύγου, που δεν βρίσκονται στην απλή ζάχαρη. Θεωρείται ότι περιέχει περισσότερα από 200 συστατικά εκτός των υδατανθράκων (γλυκόζη, φρουκτόζη), μεταξύ των οποίων: νερό, οργανικά οξέα, πρωτεΐνες και αμινοξέα, μεταλλικά στοιχεία όπως κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρο, νάτριο, ένζυμα, βιταμίνες Β2, Β6, C, D, E, παντοθενικό οξύ, φολικό οξύ και φυσικές αρωματικές ουσίες. Υπερτερεί σε θρεπτικά συστατικά, ωστόσο οι ποσότητές τους είναι τόσο περιορισμένες που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί πηγή τους για την κάλυψη των καθημερινών μας αναγκών.
Για παράδειγμα, ένας μέσος ενήλικας χρειάζεται να καταναλώσει 40 φλιτζάνια μέλι για να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες του σε σίδηρο.
Συνεπώς η υπερβολική του κατανάλωσή μπορεί να συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο για την υγεία μας από το πλεονέκτημα της προτίμησης του έναντι της ζάχαρης!
Τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά που περιέχει το μέλι είναι θερμοευαίσθητα, οπότε και καταστρέφονται με την επεξεργασία και την παστερίωση. Συνεπώς καλό θα ήταν να επιλέξουμε να αντικαταστήσουμε τη ζάχαρη με αγνό ακατέργαστο μέλι σε συνταγές όπου η παρασκευή τους δεν απαιτεί θερμική επεξεργασία (βράσιμο ή ψήσιμο) πάνω από τους 40 βαθμούς Κελσίου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει λόγος να επιβαρυνθούμε με το επιπλέον κόστος που έχει το μέλι αφού το όφελος θα είναι ίδιο με αυτό της ζάχαρης (γλύκα και ενέργεια). Σε αυτή την περίπτωση βέβαια καλό θα ήταν να επιλέξουμε ζάχαρη ακατέργαστη η οποία δεν έχει υποστεί τόση βιομηχανική επεξεργασία όση η άσπρη ζάχαρη. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι το μέλι είναι πολύ καλύτερα ανεκτό από τον οργανισμό σε σύγκριση με τη ζάχαρη, καθώς προκαλεί μικρότερη αύξηση του σακχάρου στο αίμα
Μία κουταλιά της σούπας ζάχαρη αποδίδει περίπου 46 θερμίδες, ενώ μια κουταλιά μέλι αποδίδει 64 θερμίδες. Όμως επειδή το μέλι έχει μεγαλύτερη πυκνότητα απαιτείται μικρότερη ποσότητα για να αισθανθεί κανείς την ίδια γλυκιά γεύση με τη ζάχαρη. Οπότε, εάν η ανησυχία μας έγκειται στις θερμίδες που θα λάβουμε, καλύτερα να επιλέξουμε το μέλι για τις παρασκευές μας αφού πάνω κάτω θα προσλάβουμε τις ίδιες θερμίδες με την περίπτωση που θα χρησιμοποιούσαμε ζάχαρη. Το κέρδος μας θα είναι στην επίγευση που θα προσδώσει η ποικιλία του μελιού που θα χρησιμοποιήσουμε, και όλα τα παραπάνω σε σχέση με την κατανάλωση μιας απόλυτα φυσικής ακατέργαστης πρώτης ύλης με θρεπτικά συστατικά που λειτουργούν ως ασπίδα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό. Για παράδειγμα μια δροσερή σπιτική λεμονάδα με φρέσκο χυμό λεμονιού και μέλι σαφώς και είναι καλύτερη επιλογή από εκείνη που είναι παρασκευασμένη με σιρόπι ζάχαρης.
Κύριο χαρακτηριστικό του μελιού, που το διαχωρίζει απόλυτα από τη ζάχαρη, είναι οι αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Δρα αντιοξειδωτικά, επουλωτικά, καρδιοπροστατευτικά και θεωρείται ότι λειτουργεί αντικαρκινικά και αντιμεταστατικά. Δυστυχώς όμως ελάχιστες από αυτές είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες. Θεωρείται καταπραϋντικό και χαλαρωτικό, καθώς μία κουταλιά μέλι σε χλιαρό γάλα διευκολύνει τον ύπνο.
Λεμονάδα
Όσον αφορά λοιπόν στα διατροφικά πλεονεκτήματα του μελιού έναντι της ζάχαρης, έχετε υπόψη σας ότι το μέλι είναι μια συμπυκνωμένη πηγή σακχάρων, τα οποία είναι μεν φυσικά, ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεπερνάμε το μέτρο στην κατανάλωσή τους. Επιλέγουμε τη χρήση μελιού αντί ζάχαρης, για όλους τους παραπάνω λόγους αλλά και με τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.
Τόσο το μέλι όσο και η ζάχαρη πρέπει να καταναλώνονται σε περιορισμένες ποσότητες.
Να έχετε κατά νου ότι όταν καταναλώνουμε κάτι ευχάριστο, όπως γλυκό, παράγεται η ντοπαμίνη. Όταν παράγεται σε μεγάλες ποσότητες, ο οργανισμός αποκτά ανοχή και θέλει να παράγει περισσότερο. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος και έχουμε ανάγκη να τρώμε πιο πολλά γλυκά.
Σημείωση: Οι πληροφορίες που δίνονται στο συγκεκριμένο άρθρο είναι κατόπιν μελέτης σε άρθρα του διαδικτύου. Επιφυλάσσομαι για την εγκυρότητά τους καθώς δεν έχω την απαραίτητη επιστημονική κατάρτιση.
Πηγές: https://www.magiacook.gr, http://www.diatrofikiagogi.gr, https://el.wikipedia.org, https://www.iatronet.gr
